- παραθερίζω
- παραθερίζω, παραθέρισα βλ. πίν. 33
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
παραθερίζω — ΝΑ νεοελλ. περνώ το θέρος ή μέρος τού θέρους σε κάποιον τόπο, ιδίως εξοχικό αρχ. αποκόπτω καθώς διαβαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + θερίζω. Ο τ. με τη σημ. «ξεκαλοκαιριάζω» < παρ(α) * + θέρος και μαρτυρείται από το 1887 σε Έγγραφον δικαστικόν… … Dictionary of Greek
παραθερίζω — παραθέρισα, περνώ το καλοκαίρι μου στην εξοχή, ξεκαλοκαιριάζω (αντίθ. παραχειμάζω): Φέτος παραθερίσαμε στο νησί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαθερίζω — (Α διαθερίζω) [θερίζω] παραθερίζω αρχ. διατέμνω, διακόπτω … Dictionary of Greek
ενθερίζω — ἐνθερίζω (AM) [θερίζω] περνώ το θέρος, παραθερίζω («πόλις ἐνθερίσαι οἵα βελτίστη», Δικαίαρχ.) … Dictionary of Greek
θερίζω — (ΑΜ θερίζω) 1. κόβω σιτηρά ή χόρτα με δρεπάνι ή με θεριστική μηχανή («θερίσαντες δ ἂν τὸν σῑτον ἔπλωον», Ηρόδ.) 2. φονεύω ομαδικά, προκαλώ αθρόους θανάτους (α. «τούς θέρισε το πολυβόλο» β. «Ἄρη τὸν ἀρὸτοις θερίζοντα βροτούς», Αισχύλ.) 3.… … Dictionary of Greek
καλοκαιρεύω — [καλοκαίρι] 1. περνώ κάπου το καλοκαίρι, ξεκαλοκαιριάζω, παραθερίζω 2. απρόσ. καλοκαιρεύει βελτιώνεται ο καιρός, καλοκαιριάζει, αρχίζει το καλοκαίρι … Dictionary of Greek
καλοκαιριάζω — [καλοκαίρι] 1. παραθερίζω, περνώ το καλοκαίρι 2. απρόσ. καλοκαιριάζει αρχίζει το καλοκαίρι, αρχίζουν οι καλές ημέρες, γίνεται καλός καιρός, καλοσυνεύει, καλοκαιρεύει … Dictionary of Greek
ξεκαλοκαιριάζω — 1. περνώ το καλοκαίρι 2. διαμένω στην εξοχή κατά τη διάρκεια τού καλοκαιριού, παραθερίζω 3.(ως τριτοπρόσ.) ξεκαλοκαιριάζει τελειώνει η εποχή τού καλοκαιριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + καλοκαιριάζω] … Dictionary of Greek
παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… … Dictionary of Greek
παραθέριση — η [παραθερίζω] παραθερισμός … Dictionary of Greek